όταν ξύπνησα από τον θόρυβο της πόλης, εκεί στο πεζοδρόμιο που με είχε βρει ο ύπνος, έβγαλα την μαύρη μπογιά και πριν σηκωθώ για να αντιμετωπίσω μία ακόμη πικρή και σκονισμένη μέρα, Β Α Σ Α Ν Ι Ζ Ο Μ Α Ι έγραψα, σηκώθηκα, και χάθηκα στο βουητό χωρίς να γυρίσω να κοιτάξω τα δύο δακρυσμένα αποσιωπητικά..



Σε ψάχνω.



Περπατώ και νιώθω ένα βάρος. Είμαι στενοχωρημένη και προσπαθώ να θυμηθώ πότε ήταν η τελευταία φορά είχα ξεκαρδιστεί στα γέλια. Δεν θυμάμαι. Περπατώ. Νιώθω ένα βάρος, και έχω χάσει την διάθεση για χορό. Περπατώ και κοιτάω χάμω. Άκεφη. Βασανίζομαι μου λέει. Ναι- δίκιο έχει. Βασανίζομαι κι εγώ. Επιτέλους κάποιος να με καταλάβει σε αυτή την αναθεματισμένη πόλη. Βασανίζομαι κι εγώ.



